συνεοχμός

συνεοχμός
ὁ, Α
συναρμογή («τὸν ῥ' ἔβαλεν κεφαλῆς τε καὶ αὐχένος ἐν συνεοχμῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Κατά μία άποψη, ο τ. συνεοχμός έχει σχηματιστεί για μετρικούς λόγους αντί ενός τ. *συνοχμός (< συν-* + -οχμος, από την ετεροιωμένη βαθμίδα του ρ. ἔχω), πρβλ. ἔοικα: οἶκα, ἑορτή: ὁρτή].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • συνεοχμός — joining masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεοχμοῦ — συνεοχμός joining masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεοχμῷ — συνεοχμός joining masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • συνεοχμόν — συνεοχμός joining masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”